- πυγισμα
- πύγισμα-ατος (ῡ) τό противоестественный разврат Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πύγισμα — ίσματος, τὸ, Α [πυγίζω] πρωκτική συνουσία … Dictionary of Greek
πυγίσματα — πύγισμα paedicatio neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγίσματος — πύγισμα paedicatio neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)